- καταλαμπρύνω
- (AM καταλαμπρύνω) [κατάλαμπρος]καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλαμπρύνω — καταλαμπρύ̱νω , καταλαμπρύνω make splendid aor subj act 1st sg καταλαμπρύ̱νω , καταλαμπρύνω make splendid pres subj act 1st sg καταλαμπρύ̱νω , καταλαμπρύνω make splendid pres ind act 1st sg καταλαμπρύ̱νω , καταλαμπρύνω make splendid aor ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρυνθῆναι — καταλαμπρύνω make splendid aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρῦναι — καταλαμπρύνω make splendid aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνῃ — καταλαμπρύ̱νῃ , καταλαμπρύνω make splendid aor subj mid 2nd sg καταλαμπρύ̱νῃ , καταλαμπρύνω make splendid aor subj act 3rd sg καταλαμπρύ̱νῃ , καταλαμπρύνω make splendid pres subj mp 2nd sg καταλαμπρύ̱νῃ , καταλαμπρύνω make splendid pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνει — καταλαμπρύ̱νει , καταλαμπρύνω make splendid aor subj act 3rd sg (epic) καταλαμπρύ̱νει , καταλαμπρύνω make splendid pres ind mp 2nd sg καταλαμπρύ̱νει , καταλαμπρύνω make splendid pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνουσι — καταλαμπρύ̱νουσι , καταλαμπρύνω make splendid aor subj act 3rd pl (epic) καταλαμπρύ̱νουσι , καταλαμπρύνω make splendid pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλαμπρύ̱νουσι , καταλαμπρύνω make splendid pres ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνουσιν — καταλαμπρύ̱νουσιν , καταλαμπρύνω make splendid aor subj act 3rd pl (epic) καταλαμπρύ̱νουσιν , καταλαμπρύνω make splendid pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλαμπρύ̱νουσιν , καταλαμπρύνω make splendid pres ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνεται — καταλαμπρύ̱νεται , καταλαμπρύνω make splendid aor subj mid 3rd sg (epic) καταλαμπρύ̱νεται , καταλαμπρύνω make splendid pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνοντα — καταλαμπρύ̱νοντα , καταλαμπρύνω make splendid pres part act neut nom/voc/acc pl καταλαμπρύ̱νοντα , καταλαμπρύνω make splendid pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνωμεν — καταλαμπρύ̱νωμεν , καταλαμπρύνω make splendid aor subj act 1st pl καταλαμπρύ̱νωμεν , καταλαμπρύνω make splendid pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)